- ανεπίδοτος
- -η, -οαυτός που δεν επιδόθηκε: Το τηλεγράφημα έμεινε δυο μέρες ανεπίδοτο, γιατί δε βρέθηκε κανείς στο σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεπίδοτος — η, ο (Α ἀνεπίδοτος, ον) νεοελλ. 1. (για επιστολές ή έγγραφα) εκείνος που δεν δόθηκε στον παραλήπτη 2. (Νομ.) (για δικαστικό έγγραφο) εκείνος που δεν παραδόθηκε στον ενδιαφερόμενο μέσω του δικαστικού κλητήρα αρχ. αυτός που δεν έχει επίδοση, δεν… … Dictionary of Greek
ἀνεπίδοτον — ἀνεπίδοτος not growing masc/fem acc sg ἀνεπίδοτος not growing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδοτα — ἀνεπίδοτος not growing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδοτοι — ἀνεπίδοτος not growing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιακοίνωτος — η, ο [διακοινώνω] 1. αυτός που δεν διακοινώθηκε, ακοινοποίητος, αγνωστοποίητος 2. ανεπίδοτος … Dictionary of Greek